καρπογονίαν

καρπογονίαν
καρπογονίᾱν , καρπογονία
productiveness
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • плодоносиѥ — ПЛОДОНОСИ|Ѥ (18), ˫А с. 1.Плодоношение: начатокъ есть плодъносию цвѣтъ. та же по томъ плодъ. ИларПосл XI сп. XIV/XV, 198; пло(д)носенъ да буде(т) виногра(д)… и сверша˫асѧ. исходить на плодоносиѥ. и тако посѣкаетсѧ… окоповаетсѧ розги ѿсѣкають ему… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καρπογονία — η (AM καρπογονία [καρπογονώ] η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”